δικτυωτός

δικτυωτός
-ή, -ό
1. αυτός που σχηματίζει δίκτυο ή είναι πλεγμένος σαν δίχτυ: Δικτυωτή κάλτσα.
2. το ουδ. ως ουσ., δικτυωτό το καφάσι, το καφασωτό που τοποθετούσαν στα παράθυρα και αλλού.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • δικτυωτός — made in net fashion masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικτυωτός — ή, ό (AM δικτυωτός, ή, όν) 1. ο κατασκευασμένος σε μορφή διχτυού 2. (ειδ. για πόρτες, παράθυρα) ο κατασκευασμένος με ράβδους ή σανίδες που τέμνονται μεταξύ τους σχηματίζοντας ρόμβους νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το δικτυωτό α) χώρισμα ή παραπέτο… …   Dictionary of Greek

  • δικτυωτός συνδετικός ιστός — Συνδετικός ιστός που περιέχει δικτυωτές ίνες και πολλά ιστιοκύτταρα. Ο λεμφικός ιστός, που αποτελεί κύριο τμήμα του δικτυοενδοθηλιακού συστήματος, αποτελείται κυρίως από δ.σ.ι …   Dictionary of Greek

  • δικτυωτά — δικτυωτός made in net fashion neut nom/voc/acc pl δικτυωτά̱ , δικτυωτός made in net fashion fem nom/voc/acc dual δικτυωτά̱ , δικτυωτός made in net fashion fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικτυωτῶν — δικτυωτός made in net fashion fem gen pl δικτυωτός made in net fashion masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικτυωτόν — δικτυωτός made in net fashion masc acc sg δικτυωτός made in net fashion neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικτυωταί — δικτυωτός made in net fashion fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικτυωτοῖς — δικτυωτός made in net fashion masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικτυωτοῦ — δικτυωτός made in net fashion masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικτυωτῆς — δικτυωτός made in net fashion fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”